λογχοποιός

λογχοποιός
λογχο-ποιός, ,
A spear-maker, E.Ba.1208.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λογχοποιός — λογχοποιός, ὁ (Α) τεχνίτης που κατασκευάζει λόγχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + ποιός* (< ποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • λογχοποιῶν — λογχοποιός spear maker masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογχοποιία — λογχοποιΐα, ἡ (Α) [λογχοποιός] η κατασκευή λογχών …   Dictionary of Greek

  • λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”